27/8/09

All Inclusive

Είμαι τρίτος στη σειρά.

Μπροστά μου ένα ζευγάρι Γερμανών, κι αυτοί υπομονετικοί όπως κι εγώ.
Και ακόμα πιο μπροστά, η ράτσα μου. Με μάτι που γυαλίζει. Και κοιλιά που γουργουρίζει. Δυο παιδιά με γουρουνίσια μάτια, γουρουνίσια αυτιά και γουρουνίσιο σώμα. Και δυο μαμάδες, με βλέμμα βοδιού και τρόπους γαϊδουριού.

Στάβλος γίναμε.
Είμαι τρίτος στη σειρά, και όλοι φορούμε τα βραχιολάκια μας της ελεύθερης και ασύδοτης κραιπάλης. Οι ποσότητες δυσανάλογες των αναγκών μας, των επιθυμιών μας, των καταναλωτικών μας ενστίκτων.

Ή μήπως όχι?
Ο δίσκος εμφανίζεται και αμέσως η κραυγή της βοϊδομάνας βιάζει τη σιωπηρή μας αναμονή: «Ορμήξτε! Αρπάξτε! Φάτε!»
Τα γουρουνάκια με δυσκολία κρατούν την τσιμπίδα αλλά με μαεστρία τη χειρίζονται. Ένα κομματάκι αρπάζει ο ένας, άλλα δύο ο παραδίπλα, τέσσερα ο πρώτος, γεωμετρικά αυξάνει ο όγκος στο πιάτο, γεωμετρικά αδειάζει ο δίσκος.

Ο Γερμανός αρχίζει να γρυλίζει. Σάλια τρέχουν. Βλέμματα οργής.
Η βοϊδομάνα απαθής του κουνά περιπαικτικά το βραχιολάκι της. Ο δίσκος έχει αδειάσει κι εγώ, δεύτερος τώρα στη σειρά, χαζεύω τα απομεινάρια.
Τι αρπάξανε τα γουρουνάκια?
Α, τίποτα σπουδαίο. Ένα ακόμα ανθρώπινο πτώμα, μας έχει κουράσει ο σεφ με τις επιλογές του, τουλάχιστον φαίνεται να έχει σάλτσα μπάρμπεκιου.
Τα γουρουνάκια αφήσανε πίσω τη μύτη, τα αυτιά, λίγο από το λαιμό, το πάγκρεας και νομίζω τα γεννητικά όργανα. Ο Γερμανός αδιαφορεί, το ίδιο κι εγώ. Το ανθρώπινο πάγκρεας δεν είναι τόσο εύγευστο όσο ένα ζουμερό μπουτάκι!

Κάπου μέσα ο σεφ ετοιμάζει το επόμενο πτώμα για σερβίρισμα. Η αναμονή αρχίζει να με κουράζει. Λέω να αφήσω αυτή την ουρά και να προτιμήσω σήμερα λαγουδάκι ή κόκκορα.
Αχ, αυτή η ποικιλία πόσα διλήμματα μου θέτει…

Λίγο πιο κάτω, οι βοϊδομάνες και τα χοιροπαίδια μάλλον τελείωσαν! Τι σπατάλη Θεέ μου, άφησαν το μισό πτώμα ανέγγιχτο!! Και διαμαρτύρονται γιατί ήταν και ανάλατο!! Μερικά ζώα είναι τελείως άνθρωποι, λοιπόν.

Με το λαγουδάκι μου στο πιάτο πλησιάζω στο τραπέζι μου. Στον καθρέφτη του εστιατορίου χαζεύω περήφανα τη λυκίσια μου ματιά, το στιλπνό μου τρίχωμα, τα κοφτερά μου δόντια. Στο βάθος, ο Γερμανικός ποιμενικός γρυλίζει από ευχαρίστηση. Ε, βέβαια, ο ανθρώπινος λαιμός είναι πάντα υπέροχος!

Και να σκεφτείς ότι αυτά τα βόδια λίγο έλειψε να μου κόψουν την όρεξη….

13/8/09

Sebastian

Radiate simply, the candle is burning so low for me
Generate me limply, I can`t seem to place your name, cherie
To rearrange all these thoughts in a moment is suicide
Come to a strange place, we`ll talk over old times we never spied

Work out a rhyme, toss me the time, lay me - you`re mine

Your persian eyes sparkle, your lips - ruby blue - never speak a sound
You, oh so gay, with parisian demands, you can run - around
And your view of society screws up my mind like you`ll never know
Lead me away, come inside, see my mind in kaleidoscope

Love me sublime, mangle my mind - do it in style

You`re not gonna run, baby we`ve only just begun,
baby to compromise
Slagged in a bowery saloon love`s a story we`ll serialise
Pale angel face,green-eye shadow, the glitter is outaside
No courtesan could begin to decipher your beam of light

Somebody called me Sebastian
Somebody called me Sebastian

(Steve Harley & Cockney Rebel)

10/8/09

Ορχήστρα Simon Bolivar

Καιρό έλεγα να αναρτήσω βιντεάκι, αλλά περίμενα κάτι ιδιαίτερο.
Και το βρήκα!!!

Η Ορχήστρα που θα ακούσετε είναι ορχήστρα ΝΕΩΝ, που παίζουν με την ψυχή τους, παίζουν με την καρδιά τους, γελάνε και διασκεδάζουν - κάτι που σχεδόν ποτέ δεν έχω δει σε "κανονικές" συμφωνικές. Και, βεβαίως, παίζουν καλά, πολύ καλά.

Και επίσης, η ορχήστρα είναι από τη Βενεζουέλα. Είπατε κάτι?

Το κομμάτι που ερμηνεύουν είναι ο Χορός Νο.2 του Arturo Marquez (Μεξικανός συνθέτης, γενν.1950).

Και εντυπωσιάστηκα, και ανατρίχιασα, και συγκινήθηκα. Καλή σας ακρόαση:



Υ.Γ. Δείτε, αν θέλετε, και τα υπόλοιπα βιντεάκια τους στο YouTube...

7/8/09

Ευνούχων και Κουναβιών γωνία

(ευχαριστώ το φίλο Νίκο για το εξαιρετικό link)

Είναι περίεργη η συμβολή της οδού Ευνούχων με την οδό Κουναβιών. Αμφότερες αφορούν σακάτηδες. Όχι όμως οποιουσδήποτε. Είναι οι δρόμοι εκείνων που οι ίδιοι αποφάσισαν τον ακρωτηριασμό τους. Παρ' όλ' αυτά, είναι δυο δρόμοι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους και όσον αφορά το πού πάει ο καθένας και όσον αφορά το ποιοι πάνε στον καθένα. Επισκεφτείτε τη διασταύρωση αυτή. Μα, μη λυπηθείτε όλους τους ακρωτηριασμένους.

Γιατί να λυπηθείτε τα κουτσά κουνάβια; Αν δεν είχε προλάβει ο Καβάφης, είμαι απολύτως σίγουρος πως κουνάβι θα είχε πρωτογράψει το ποίημα Che fece... il gran rifiuto. Κουνάβι γαρ είναι το ζώο που, όταν πιαστεί το πόδι του στο δόκανο, προτιμά να κόψει το αιχμαλωτισμένο πόδι του και να φύγει. Ελεύθερο, απροσκύνητο και ες αεί ακρωτηριασμένο. Όσα χρόνια κι αν ακολουθήσουν, δεν θα περάσει ούτε μια στιγμή (κυριολεκτικά, ούτε μία!) που να μην είναι πλέον στοιχείο της ύπαρξής του η οδύνη του ακρωτηριασμού. Στοιχείο του η οδύνη, και στοιχειό της μια επίγνωση: ότι κι αν πήγαινε πίσω στο χρόνο, στη στιγμή της παγίδευσης, πάλι το ίδιο θα έκανε. Το κουνάβι δεν άφησε στο δόκανο κάποιο ανεπιθύμητο φορτίο, κάτι που του περίσσευε. Άφησε τον εαυτό του, ακριβώς για να κρατήσει ελεύθερο τον εαυτό του. Θυμίζει την περίεργη, αντινομική φράση του Χριστού: όποιος θέλει να βρει την ψυχή του, οφείλει να τη χάσει. Το κουνάβι δεν θα το λυπηθεί κανείς. Οι μισοί δεν το λυπούνται, διότι ξέρουν πως είναι κερδισμένο, με αρτιμελή την αξιοπρέπειά του. Οι άλλοι μισοί πάλι δεν το λυπούνται, διότι ούτε που τους περνάει από το νου η οδύνη του. Οδύνη που δεν διαλαλιέται, είναι οδύνη που πάει - λένε - , πέρασε.

Δείτε τους καϋμένους τους ευνούχους. Περιδιαβαίνουν το δρόμο τους, ίδιοι άρχοντες. Δεν κουτσαίνουν, δεν εμποδίζονται να πηδήξουν, δεν δυσκολεύονται να χορέψουν, δεν μένουν πίσω. Είναι στην καρδιά των γεγονότων και αποφασίζουν για τις μοίρες άλλων. Δουλειά τους είναι να συμβουλεύουν βεζύρηδες, να πιάνουν πόστα, να εποπτεύουν χαρέμια, να υπηρετούνται από γιουσουφάκια, να στήνουν δόκανα. Ο ευνούχος ξέρει καλά πόσο καίρια είναι η θέση του, και τρέμει στην ιδέα να τη χάσει. Αν με μια μαγική κίνηση θα μπορούσε να ξανααποκτήσει τα όργανα που τώρα στερείται, και να βρισκόταν ταυτόχρονα έξω από το πόστο, και πάλι θα επέλεγε τον ευνουχισμό του ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τον αυτοευνουχισμό του. Διότι αυτός ήταν το κλειδί της εισόδου του στην αυλή. Ευνούχος είναι το ον το οποίο απομένει από εκείνον που είναι πρόθυμος να θυσιάσει την ικανότητά του προς ευνήν, ώστε να γίνει άκαρπος και ως εκ τούτου δεκτός σε ό,τι πιο άκαρπο: στη χορεία των νεμομένων την εξουσία.

Η διασταύρωση των οδών Ευνούχων και Κουναβιών είναι αληθινά πεδίο μάχης. Αυτό που για τον ευνούχο είναι το θέλγητρο, είναι δόκανο για το κουνάβι. Ο ευνούχος θυσιάζει κι άλλα, προκειμένου να μη φύγει ποτέ από το δόκανο. Τρέμει στην ιδέα να μην τον παίζουν οι άλλοι ευνούχοι, και ταυτόχρονα αφρίζει με όσους δεν θέλουν να παίξουν μαζί τους. Ο ευνούχος έχει θάψει βαθειά στη γη την ακεραιότητά του, μα στο κουνάβι επισείει το κομμένο πόδι σαν απειλή για τα χειρότερα, χωρίς να καταλαβαίνει ότι το πόδι αυτό είναι για το κουνάβι απόκομμα εισητηρίου για την ελευθερία - πανάκριβο για την πανάκριβη.

(Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη)

3/8/09

Ώστε λοιπόν είναι ποιητής....

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί,

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό.

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

(Μίλτος Σαχτούρης, "Τα Δώρα")