Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Τέχνη της Γραφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Τέχνη της Γραφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30/11/12

Οι δεινόσαυροι, εμείς (Charles Bukowski)

Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται
είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα
γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες
γεννημένοι μέσα σʼ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού
η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό
τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη
γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη
ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά
ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός
σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο
οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς
και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ
γεννημένη από αυτό
ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος
να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.

18/12/09

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις~ φτύσ' τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.

(Έκτωρ Κακναβάτος, 1967)

27/11/09

Αφιερωμένο

"...Σε εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις νύχτες εξεγέρσεων ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό,

σ’αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός,

σ’εκείνους που τους ξέχασαν,

στη γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει,

στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε,

στις θάλασσες που δεν θα ταξιδέψουμε,

στα μονοπάτια που περπατήσαμε ερωτευμένοι και ίσως να μην ξαναγυρίσαμε από τότε,

στη μοίρα,

στην ωραία νεότητα,

στους διαβάτες
(και εγώ πού πήγαινα;
Και ήταν τόσα πολλά αυτά που ζήτησα;
Μα τώρα είναι αργά – ώρα να φεύγω),

στ’αποδημητικά πουλιά,

στις ατμομηχανές που κουράστηκαν και έγειραν στο πλευρό να κοιμηθούνε,

στις καλαμποκιές όταν τις λούζει το φεγγάρι,

στα κορίτσια που βγάζουν το φουστάνι τους για να μπούν στον ουρανό,

στην αλληλογραφία ενός αγγέλου με ένα παιδί,

σ’εκείνους που άργησαν,

σ’αυτούς που δεν θα ξανάρθουν,

στη γυναίκα που ρίχνει τα χαρτιά,

στον γέρο που κλαίει,

στην Οδύσσεια που ζεί ο ποιητής γράφοντας το πιο μικρό ποίημα,

στην φευγαλέα στιγμή που έζησε ένας άνθρωπος ζώντας μια ολόκληρη ζωή...."

(Τάσος Λειβαδίτης, "Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου")

Και ένα υπέροχο κλιπάκι:
http://www.youtube.com/watch?v=iLxWHe35aPI&feature=fvw

13/8/09

Sebastian

Radiate simply, the candle is burning so low for me
Generate me limply, I can`t seem to place your name, cherie
To rearrange all these thoughts in a moment is suicide
Come to a strange place, we`ll talk over old times we never spied

Work out a rhyme, toss me the time, lay me - you`re mine

Your persian eyes sparkle, your lips - ruby blue - never speak a sound
You, oh so gay, with parisian demands, you can run - around
And your view of society screws up my mind like you`ll never know
Lead me away, come inside, see my mind in kaleidoscope

Love me sublime, mangle my mind - do it in style

You`re not gonna run, baby we`ve only just begun,
baby to compromise
Slagged in a bowery saloon love`s a story we`ll serialise
Pale angel face,green-eye shadow, the glitter is outaside
No courtesan could begin to decipher your beam of light

Somebody called me Sebastian
Somebody called me Sebastian

(Steve Harley & Cockney Rebel)

6/7/09

Music's Empire

First was the world as one great cymbal made,
Where jarring winds to infant Nature played.
All music was a solitary sound,
To hollow rocks and murm'ring fountains bound.

Jubal first made the wilder notes agree;
And Jubal tuned music's Jubilee;
He call'd the echoes from their sullen cell,
And built the organ's city where they dwell.

Each sought a consort in that lovely place,
And virgin trebles wed the manly bass.
From whence the progeny of numbers new
Into harmonious colonies withdrew.

Some to the lute, some to the viol went,
And others chose the cornet eloquent,
These practicing the wind, and those the wire,
To sing men's triumphs, or in Heaven's choir.

Then music, the mosaic of the air,
Did of all these a solemn noise prepare;
With which she gain'd the empire of the ear,
Including all between the earth and sphere.

Victorious sounds! yet here your homage do
Unto a gentler conqueror than you;
Who though he flies the music of his praise,
Would with you Heaven's Hallelujahs raise.

Andrew Marvell (1621-1678)

26/6/09

Ποίηση 1948

τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι’ άλλα παρόμοια:
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου

γι’ αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε – άλλωστε – δεν είσαν;)
κι’ είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα
(Νίκος Εγγονόπουλος)

18/6/09

Η Ηλικία του Γέλιου

(Αναζητώντας σταθερά σημεία αναφοράς στο πανδαιμόνιο γύρω μας, γυρίζουμε πολύ συχνά σε "εκείνα" τα χρόνια....)

Να' μαι λοιπόν που γύρισα
στους πρώτους πόρους της ζωής,
στις γνώριμες πευκοβελόνες.
Κατάσπαρτα τα χείλη μου μ'αγκάθια,
για να γευτώ το θρίαμβο των τζιτζικιών,
να πυρπολήσω τη φωτιά της μνήμης.

Να'μαι λοιπόν που γύρισα
πάνω στις ίδιες τις συκιές,
με μόνο ένδυμα το καλοκαίρι.
Γυρεύοντας την ηλικία του γέλιου,
εκεί που σε παλιά σπιρτόκουτα
τις βουερές χρυσόμυγες αποθηκεύαμε
και μ' άνθη μυγδαλιάς
πετροβολούσαμε τον κόσμο.

Αλέκος Ε. Φλωράκης

15/6/09

Endless night

Every night and every morn
Some to misery are born,
Every morn and every night
Some are born to sweet delight.

Some are born to sweet delight,
Some are born to endless night.

We are led to believe a lie
When we see not thro' the eye,
Which was born in a night to perish in a night,
When the soul slept in beams of light.

God appears, and God is light,
To those poor souls who dwell in night;
But does a human form display
To those who dwell in realms of day.

William Blake, Auguries of Innocence

9/6/09

Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ ν᾿ ἀκοῦτε,
Μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις.

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης

4/6/09

Μπροστά στο νόμο

(Το δημοφιλέστερο απόσπασμα της "Δίκης" - αφιερωμένο στο φίλο Νίκο)

"Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω».

Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα».

Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θανατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».

27/5/09

Αντιφάσεις

(ευχαριστώ το φίλο Νίκο - flamencologio.blogspot.com - για το link)

AΠΟ ΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ (εκδ. ΑΓΡΑ)

Α’ ΑΝΤΙΦΑΣΗ (εισαγωγή – Κατάλογοι. 2 )
Το μοναδικό παιδί στον κόσμο ειν΄εκείνο που διαψεύδει συνεχώς και με κάθε τρόπο την ελπίδα που έχει στηρίξει σ’αυτό η ανθρωπότητα. Κάθε πρωί, σηκώνεται κι αρχίζει να χτίζει έναν κόσμο χειρότερο απ’ τον πραγματικό, και κάθε πρωί, ο καινούριος κόσμος του είναι χειρότερος απ’ τον κόσμο της προηγούμενης μέρας, που κάθε φορά ήταν όλο και χειρότερος απ’ τον πραγματικό. Του δίνει τόση χαρά αυτό που κάνει, το ενθουσιάζει τόσο πολύ, γελάει τόσο πολύ με τα καθημερινά του απροσδόκητα και λαμπρά αποτελέσματα, ώστε δε φοβάται μην εξαντληθεί καμμιά μέρα η απύθμενη μαύρη φαντασία του. Είναι το μοναδικό παιδί στον κόσμο επειδή διαψεύδει τις ελπίδες που στηρίζει σ’αυτό ο κόσμος. Και το παιδί θα γίνει πιό παιδί από κάθε άλλη φορά όταν ο χειρότερος κόσμος, που θα έχει χτίσει, θα αντικαταστήσει τον πραγματικό σε όλη του την έκταση. Τότε δε θα είναι πια παιδί γιατί θα έχει εκπληρώσει τον μοναδικό προορισμό του.

Β’ ΑΝΤΙΦΑΣΗ (εισαγωγή – Κατάλογοι. 3)
Υπάρχουν τρεις θεοί που κανείς δεν τους ξέρει σήμερα. Έγιναν θεοί επειδή κατάλαβαν, πίστεψαν και διαλάλησαν τρία πράγματα, από ένα ο καθένας, και γι’ αυτά θυσιάστηκαν απ’ τους ανθρώπους. Ο πρώτος αποτάχθηκε με φρενίτιδα τον κόσμο, πίστεψε πως κανένας άνθρωπος δεν έχει δίκιο και τον έγδαραν ζωντανό. Ο δεύτερος έβαλε μοναδικό του στόχο, και κατάφερε, να κατακτήσει ολόκληρη την εσωτερικότητά του, πίστεψε πως το δίκιο είναι πάντα εξίσου μοιρασμένο ανάμεσα σε δύο η περισσότερες αντιμαχόμενες παρατάξεις, και τον ακρωτηρίασαν αφήνοντας τελευταίο τον αποκεφαλισμό του. Ο τρίτος βρήκε το μυστικό της ανεξάντλητης δημιουργίας, πίστεψε πως είναι απέραντα αηδιαστικός και αυτός που έχει άδικο και αυτός που έχει δίκιο, και τον παλούκωσαν απ’ όλες τις τρύπες του συγχρόνως.

Γ’ ΑΝΤΙΦΑΣΗ (εισαγωγή – Κατάλογοι. 4)
Η μύτη, δρασκελώντας βίαια μια μέρα το απαραβίαστο όριο της οράσεως έπειτα από μακροχρόνια προμελέτη, φώναξε θριαμβευτικά μ’ όλη τη δύναμη των ρουθουνιών της: «Το μάτι ήταν μέχρι τώρα δυνατότερο απ’ όλα στο πρόσωπο, από τώρα όμως στη θέση του θα βλέπω εγώ». Και γυρίζοντας να κοιτάξει για πρώτη φορά τον κόσμο, τον είδε άοσμο, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που πανικοβλημένη αναζήτησε την όσφρησή της για να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση, ήταν όμως πολύ αργά. Η όσφρηση είχε εξοβελιστεί για πάντα απ’ τη μύτη. Έτσι, η μύτη αναγκάστηκε από κει και μπρος να βλέπει τον κόσμο χωρίς να μπορεί να τον μυρίσει και χωρίς να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση που δεν έχει καμία σχέση με την όραση. Αυτό την τρέλανε και κάποια μέρα τη βρήκαν κρεμασμένη με βγαλμένα μάτια. Από τότε είναι που επικράτησε η παροιμία: «Όποιος το μάτι του ζητά με μύτη να το βγάλει, ούτε καπνό μπορεί να δει ούτε και να μυρίσ’ αιθάλη».

Δημήτρης Δημητριάδης

14/4/09

Οι Μέρες που Δικάζουν

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου

Έρχονται πια οι μέρες που δικάζουν,
θα μετρηθούν τα ποσοστά μας
και θα τα βρούμε όλα μπροστά μας.
Δεν το φοβάμαι, ούτε το θέλω,
μα δεν υπάρχουνε λαγοί μες στο καπέλο.
Τώρα θα δούμε, τα λεφτά μας τι αγοράζουν.

Κι αν όλα βγουν αληθινά,δε θα χαρώ, ούτε θα κλάψω
και δε θα πω στο είχα πει,
δεν ξέρω πως, ούτε γιατί,
χωρίς μια λέξη το τσιγάρο σου θ' ανάψω.

Και τα παιδιά που χάσανε την μπάλα,
που δεν τους βγαίνουν τα όνειρά τους,
βλέπουν να χάνεται η στεριά τους.
Και δεν το θέλουν και φοβούνται,
πως όλα τώρα θα 'ναι λίγα και μικρά
κι ούτε τα λάθη τους δε θα 'ναι πια μεγάλα.

Κι αν όλα βγουν αληθινά,δε θα χαρώ, ούτε θα κλάψω
και δε θα πω στο είχα πει,
δεν ξέρω πως, ούτε γιατί,
χωρίς μια λέξη το τσιγάρο σου θ' ανάψω.

3/9/07

Αντί σχολίου

Το καλύτερο σχόλιο για όσα βιώνουμε τις τελευταίες ημέρες-μήνες-χρόνια (δεκαετίες;;) είναι το παρακάτω απόσπασμα από τη "Δίκοπη Ζωή " του Μάνου Ελευθερίου:

"Κρυφά και φανερά σ' ακολουθούνε
οι συμμορίες κ' οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν Ποιητές
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε."

Καληνύχτα σας...