(της Μαρίας Κατσουνάκη, "Καθημερινή", 11.5.10)Ο πολιτισμός, όσο κι αν φαίνεται δευτερεύουσα (αν όχι τελευταία) έγνοια αυτήν την εποχή των ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, άλλο τόσο αποτελεί ασφαλές αντίδοτο σε μια τοξική εποχή. Δεν είναι μόνο ότι το επισημαίνουν άνθρωποι του «χώρου» και θεσμικοί παράγοντες, το αντιλαμβάνεται κανείς στα πρόσωπα όσων κινούνται στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στις συναυλίες, αλλά και στις δημόσιες συζητήσεις «περί κρίσης», στις ποιητικές ή λογοτεχνικές βραδιές μετά μουσικής που ξεπηδούν αναπάντεχα. Υπάρχει ένας παλμός που μετατρέπει την έξοδο σε υπαρξιακή ανάγκη, που αναζητάει στον Μπέκετ ή στον Μπρεχτ όχι τη διέξοδο αλλά τη λέξη. Τη σκέψη που θα συντροφεύσει τη βαθιά μελαγχολία, θα συμπληρώσει τις μισοτελειωμένες φράσεις, θα θερμάνει το βλέμμα.
Προχθές το βράδυ στην Αθήνα, κάποιοι πορεύτηκαν σε ένα σιωπηλό συλλαλητήριο πένθους για τους νεκρούς της Marfin, τα θύματα της αποτρόπαιας βίας. Αλλοι, αναζητούσαν στην «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Μπέκετ, ερμηνευμένη από τον Μπομπ Γουίλσον, μια προσωρινή έστω ανακούφιση, ένα χρόνο (τον θεατρικό) πιο στέρεο και δομημένο. Αργότερα, σε ένα στέκι στο κέντρο της πόλης, η Μάνια Παπαδημητρίου, με συνοδεία μικρής ορχήστρας πνευστών και εγχόρδων, ερμήνευε τέσσερις σκηνές από τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ. Παράλληλα, συνέβαιναν πολλά. Μέσα κι έξω από αίθουσες, ένας κόσμος θλιμμένος και σε αναβρασμό. Αντιστέκεται. Με μικρές δυνάμεις σε ένα κύμα «πραγματικότητας» που δύσκολα αντέχει κανείς. Οπως και τον διχασμό και τη σύγχυση. Οπως και την επιθετικότητα και την οργή.
Μπορεί πράγματι να μοιάζει πολυτέλεια η βιωσιμότητα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για παράδειγμα, τη στιγμή που τραμπαλίζεται πάνω από το κενό μια ολόκληρη χώρα. Ή λίγο να ενδιαφέρει η πορεία του Εθνικού Θεάτρου, του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του ελληνικού κινηματογράφου ή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης... Οταν περικόπτονται μισθοί και συντάξεις, όταν η ανεργία καλπάζει, δύσκολα θα κατέβει κανείς στους δρόμους γιατί συρρικνώνεται ο πολιτισμός και απειλείται η καλλιτεχνική δημιουργία.
Μπορεί πράγματι να είναι η κρίση «μοναδική ευκαιρία για ριζικές μεταρρυθμίσεις», να οφείλουμε να προετοιμαστούμε για τις απώλειες, να συμφιλιωθούμε με τις εκπτώσεις στον καθημερινό βίο.
Μέχρι όμως να ανασυγκροτηθεί ο πολιτικός λόγος, να βρει τον τρόπο να ερμηνεύσει και να εμψυχώσει, να απαντήσει στο «κοινό αίσθημα», να αποτινάξει σκοπιμότητες και αγκυλώσεις δεκαετιών (τι λέμε τώρα...), τις μόνες χειρολαβές, σε αυτήν την τρελή πορεία, προσφέρει ο ανορθολογικά προστατευμένος κόσμος της τέχνης.
Η μοναξιά του Κραπ ή ο σπαραγμός της Γκρούσα δεν είναι αποκλεισμένα στον αφόρητο ατομικισμό της πολιτικής πράξης. Στη φθορά του συστήματος, μπορούν να ορθώσουν ένα ηθικό ανάστημα δοκιμασμένο στον χρόνο και σε δυσοίωνες συνθήκες. Ο Κραπ συνδιαλέγεται με το παρελθόν, μέσα από ηχογραφημένες αφηγήσεις του, η Γκρούσα με την εξουσία του δικαστή Αζντάκ αλλά και μια ολόκληρη κοινωνία. Δεν μετρούν κέρδη και ζημίες, δεν αναλύουν και δεν υπεκφεύγουν.
Οχι, η τέχνη δεν είναι ούτε υπεκφυγή ούτε μονοπάτι ψευδαισθήσεων για λίγους και μυημένους ή για «πειραγμένους» και «αλλού ξημερωμένους». Μας βοηθάει να σταθούμε και να σκεφτούμε, ηθικά και πολιτικά. Μας βοηθάει να «διαβάσουμε» αλλιώς την πραγματικότητα, να έρθουμε αντιμέτωποι με το αδυσώπητο και το ανέφικτο. Να δούμε την αλήθεια κατάματα, να μη συμβιβαστούμε.
Σε αυτήν τη δομική κρίση, που δεν είναι μόνον ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια, δεν φθείρονται μόνον οι εξουσίες αλλά και οι λέξεις. «Τελειώνουν», δεν επαρκούν, φαντάζουν φτωχές και ελάχιστα επικοινωνιακές. Η τέχνη τους ξαναδίνει σχήμα και βάρος, προικίζει με νόημα το αδιαμόρφωτο.
Γιατί, όταν τελειώνουν οι λέξεις, η βία αναλαμβάνει να εκφράσει το άναρθρο και στομωμένο, το σκοτεινό και κτηνώδες.