Στις ερωτήσεις των φίλων αν αισθάνομαι ασφαλής και πώς κυκλοφορώ, απαντάω οργισμένα, πλήττοντας τη μικροαστική νοοτροπία, που υποτίθεται δεν έχω εγώ ο “προοδευτικός”.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών των συμμοριών στην παρακάτω γωνία, παρά τα Καλάσνικοφ που κροτάλιζαν δύο στενά απ' το σπίτι μου, αφήνοντας πτώματα στην άσφαλτο.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά τις αλλεπάλληλες διαρρήξεις των διαμερισμάτων όλης της περιοχής και των κλοπών που θύμα τους τουλάχιστον τρεις φορές έχει πέσει και η γυναίκα μου.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά την -πρώτα περιστασιακά και τώρα μόνιμη- οσμή της αμμωνίας, έξω απ' την είσοδο της πολυκατοικίας μου, των διπλανών στενών, της πλατείας, της ζωής μας.
Γιατί επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας;
Γιατί θέλω να είμαι κοντά σε αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα μου, γιατί θέλω να νιώθω την ανάσα -έστω και βρόμικη- της πόλης που αγαπάω, γιατί μου αρέσει η ποικιλία της, η ζωντάνια της, η φασαρία της, γιατί μ' αρέσει να βλέπω την κυρα-Μαρία να σέρνει το καροτσάκι της λαϊκής με τη φλεβίτιδά της, γιατί θέλω να συμπαραστέκομαι στην Αννα με το απέναντι κομμωτήριο που βαράει μύγες και τον Κώστα στο διπλανό καλλυντικάδικο που ύστερα από δύο χρόνια απραξίας αναγκάστηκε να το δώσει για να γίνει ένα ακόμα Paki.
Γιατί θέλω να νιώθω πως δεν θέλω να αλλάξει τίποτα στη ζωή που σχεδίασα, να συνεχίσω να είμαι ένας απλός άνθρωπος ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους.
Κι όταν οι μετανάστες μας χτύπησαν τη πόρτα, τους δέχτηκα σαν δικούς μου ανθρώπους, σαν τους γείτονες που έχουν την ανάγκη μου και χρήζουν της προσοχής μου…
Δεν έχει ακόμα στεγνώσει το μελάνι της υπεράσπισης και της αλληλεγγύης μου για τους 300 απεργούς πείνας, όταν την Παρασκευή το βράδυ στις 8 έβγαλα τον σκύλο μου την καθιερωμένη του βόλτα, μια ευκαιρία να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με τους φίλους μου. Δεν είχα απομακρυνθεί πενήντα μέτρα απ' το σπίτι μου, μιλώντας με κάποιον φίλο στο κινητό, όταν αισθάνομαι κάποιον από πίσω να μου τραβάει το κινητό απ' το χέρι. Μόνο που το δικό μου χέρι αντανακλαστικά σφίγγει, και ο νεαρός μελαψός άντρας με κοιτά σαν να μη πιστεύει πως εγώ αντιστέκομαι…
Μου το αρπάζει, τελικά, και τρέχει, αλλά και πάλι, προς μεγάλη του έκπληξη, τον φτάνω φωνάζοντας συγχρόνως βοήθεια… Και τότε, αντί για βοήθεια, γίνεται το αδιανόητο.
Από τον δρόμο πετάγονται πέντε -προφανώς συμπατριώτες του- που ρίχνουν με μίσος, με κατεύθυνση το κεφάλι μου, δύο γεμάτα μπουκάλια μπίρας, βρίζοντάς με συγχρόνως. Ευτυχώς, και τα δύο μπουκάλια μπίρας δεν βρήκαν τον στόχο τους, κατέληξαν όμως στην τζαμαρία του απέναντι μαγαζιού, ανοίγοντας τρύπα σε κρύσταλλο ασφαλείας δώδεκα χιλιοστών…
Οι φίλοι του αστόχησαν γιατί τυχαία βρέθηκαν δύο Ελληνες και τους κράτησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Δύο Ελληνες με έσωσαν από τον ιδιότυπο λιθοβολισμό και από το σίγουρο λιντσάρισμά μου, αφού δύο από αυτούς μου έδειξαν πως κουβαλούν μαχαίρι και καλά θα έκανα να το βουλώσω, κινούμενοι απειλητικά εναντίον μου. Και τους ευχαριστώ δημόσια. Δύο Ελληνες τους σταμάτησαν ανάμεσα σε ένα πλήθος τουλάχιστον διακοσίων ανθρώπων, ως επί το πλείστον αλλοδαπών, που βρίσκονταν αδρανείς και αμέτοχοι σε απόσταση το πολύ δέκα βημάτων από ένα περιστατικό ακραίας βίας, από μία απόπειρα ανθρωποκτονίας, γιατί αυτός ήταν ο στόχος τους.
Οταν είσαι ζεστός δεν συνειδητοποιείς τον κίνδυνο, παρ' όλα αυτά είδα και προσπαθώ να εξηγήσω το μίσος στα βλέμματα αυτών των ανθρώπων, που δεν ήξερα και δεν τους είχα κάνει τίποτα.
Ενιωσα ένας Ελληνας που σώζεται από Ελληνες στο σπίτι του, και ξαφνικά ένιωσα σαν να με διώχνει ο τόπος μου, σαν να μην τον αναγνωρίζω πια, κι ένιωσα έκθετος σε μια διογκούμενη και χωρίς στόχο και κατεύθυνση οργή, που ελπίζω να διαψευστώ, αλλά φοβάμαι πως θα 'χει πολύ άσχημα αποτελέσματα.
Απευθύνθηκα στην Αστυνομία και υπέβαλα μήνυση, μόνο και μόνο για να θυμάμαι πώς δεν έμεινα μετέωρος και αδρανής, και πήρα την καθιερωμένη απάντηση, “φταίει η ανοχή μας”.
Και αναρωτιέμαι πού είναι η Αστυνομία που εγώ σαν καλός φορολογούμενος πολίτης πληρώνω για να με προστατεύει;
Και αναρωτιέμαι, εγώ ο αφελής, γιατί όταν γίνεται πορεία και διαμαρτυρία πλήθη και στίφη αστυνομικών εμφανίζονται παντού, κι αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχει καταστολή και όχι πρόληψη, κι αναρωτιέμαι τι ακριβώς κάνει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για τον πολίτη του ιστορικού κέντρου;
Αλλά, πάλι, δεν αναρωτιέμαι, καθώς είναι πασίδηλο πως αυτοί που μας κυβερνάνε ούτε μένουν, ούτε έχουν περάσει ποτέ, ούτε και πρόκειται, από την πάλαι ποτέ ένδοξη γειτονιά μου, και νυν γκέτο απελπισμένων και αποκλεισμένων όλων των φυλών και των χρωμάτων.
Πριν από μερικές μέρες έγραψα ένα κείμενο συμπαράστασης στους απεργούς πείνας. Που αγωνίζονται για το αυτονόητο, να τους αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους.
Μετά το γεγονός, εδραιώθηκε ακόμα πιο σταθερή η άποψή μου πως τους κυνηγημένους δεν τους κυνηγάς, τους εξαθλιωμένους δεν τους εξαθλιώνεις, τους βοηθάς, γιατί μόνο στους καιρούς της βαρβαρότητας αποδεικνύεις ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις σε αυτόν τον κόσμο.
9 σχόλια:
Τους κηνυγημένους δεν τους κηνυγας, τους βοηθάς... Τα πε ολα, τρομερό κείμενο. Και οι πολιτικοι στις βιλάρες τους, ουτε μαθαίνουν τι τραβάει ο κόσμος, ούτε που τους νοιάζει. Ζούνε σε έναν γυάλινο κόσμο! Θυμώνω!
Σ' αυτούς, λοιπόν, τους καιρούς της βαρβαρότητας. Σ'αυτούς θα ζήσουμε, θα δημοσιεύσουμε, θα αντισταθούμε. Έχουμε άλλη επιλογή, φίλε μου;
Αρχές Ιουνίου βγαίνει, από τις εκδόσεις "Φαρφουλάς", η πρώτη μου συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Το Άχτι"...Σάς περιμένω...
Eφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 10/07/2011
Του Κώστα Μαρίνου
Τίτλος της συλλογής των 16 διηγημάτων, «Το άχτι», και περιεχόμενό τους, μια διαδρομή σε αστικά τοπία εύκολα αναγνωρίσιμα, αλλά και στους ανθρώπους που τα κατοικούν.
Ο αναγνώστης που θα πιάσει στα χέρια του το τομίδιο με τα διηγήματα του Νίκου Ξένιου θα χαρεί καταρχάς την πολύ φροντισμένη έκδοση από τον οίκο Φαρφουλά.
Σαν αστραπές μέσα σε αυτούς τους χώρους, εισβάλλουν εικόνες από μικρά χωριά, με τη φύση αδιάφορη γύρω τους - εικόνες μνήμης μακρινής και ποτέ βίωμα στο τώρα. Όμως οι μνήμες των ηρώων του Νίκου Ξένιου είναι πάντα παρούσες και καθορίζουν τη ζωή τους, καταγράφοντας έτσι τη δύσκολη και, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, ανολοκλήρωτη διαδικασία ενηλικίωσης. Γράφει στο διήγημα, με τίτλο «Ο γιος τού Σωτήρη»:
«Στην οχλοβοή της μεγαλούπολης, ανάμεσα σε ανθρώπους που περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, ο γιος τού Σωτήρη κουτσαίνει μέσα στις μνήμες του και σβήνει το παρόν».
Όμως το παρόν υπάρχει, για τους ήρωες και τις ηρωίδες των ιστοριών του Ξένιου, όταν κυκλοφορούν στους αθηναϊκούς δρόμους ή όταν, κλεισμένοι στα διαμερίσματα των ανώνυμων πολυκατοικιών, ανοίγουν τους υπολογιστές, που γίνονται δίοδοι επικοινωνίας, ανολοκλήρωτης όμως και δομημένης σε γλώσσα που δεν εκφράζει συναισθήματα, αλλά είναι μόνο ψηφιακές αστραπές στις οθόνες.
Αίσθημα αγωνίας
Ο Νίκος Ξένιος δεν αρνείται ότι στα διηγήματά του υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία ή, όπως λέει, «παράμετροι των ηρώων του» είναι και δικές του. Όμως- και ευτυχώς- οι αφηγήσεις του δεν συντίθενται από επεμβάσεις σε σελίδες ημερολογιακές, τις οποίες συχνά συναντάμε σε πολλά βιβλία που κυκλοφορούν. Αφήνει πίσω το προσωπικό στοιχείο και αποκαλύπτει μικρά και μεγαλύτερα συμβάντα, που όλα κρύβουν έναν καημό βουβό, που σπάνια γίνεται κραυγή.
«Απότομα άρχισε να φυσάει και τυλιχτήκαμε όλοι στα παλτά μας. Ξαναέσκυψαν διάφορες γυναίκες, η μια στο αυτί της αλληνής. Στο πρόσωπο της γυναίκας, καθώς περνούσε ανάμεσά τους, δεν φάνηκε η παραμικρή σύσπαση. Η Μάρθα απόρησε, μέσα στο πένθος της. ‘Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;’» γράφει στο διήγημα, με τίτλο «Τσοκ γκιουζέλ», όπου διαφαίνεται και το άλλο στοιχείο που διατρέχει τα διηγήματα του Ξένιου στη συλλογή «Το άχτι»: ο ερωτισμός, είτε ο άγουρος των πρώτων εφηβικών χρόνων είτε ο τραυματισμένος και ίσως και ανείπωτος της ωριμότητας.
Όμως υπάρχει και το πλήθος γύρω από τους ήρωες του Ξένιου. Μετανάστες, παράνομοι και όχι, πρόσωπα που ίσως πέρασαν από τη ζωή του όταν δούλεψε ως καθηγητής σε διαπολιτισμικό σχολείο και γνώρισε από κοντά αυτά τα συνήθως βουβά πρόσωπα που όλοι προσπερνάμε, συχνά με φόβο, όταν τα συναντάμε. Αυτά τα πρόσωπα και ο φόβος τού «άλλου» που κατατρέχει κάθε κάτοικο μιας μεγαλούπολης δημιουργούν το απροσδιόριστο και αθεράπευτο αίσθημα της αγωνίας που διακρίνεται σε πολλά διηγήματά του.
«Ακούει τη σειρήνα ενός νοσοκομειακού. Πέφτει πάνω σε μια ομήγυρη μαύρων με ταραγμένες φωνές και καβγάδες. Ανοίγει, παραμερίζοντας τον κόσμο, να δει. Ξαπλωμένος πάνω στις εφημερίδες του, ο δικός του άστεγος σφαδάζει, βγάζει αφρούς από το στόμα», γράφει στο διήγημα «Πολιτική του καταστήματος».
Αποτυχία ενηλικίωσης
Ο Νίκος Ξένιος γεννήθηκε στο Χαρτούμ του Σουδάν. Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 7 ετών, έκανε καλές σπουδές, γνώρισε τον κόσμο τού θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως φανερώνουν και οι συχνές αναφορές σε χώρους και έργα θεατρικά ή κινηματογραφικά. Ταξίδεψε και επέστρεψε στην Ελλάδα, και δίνει μέσα στις λίγες σελίδες των 16 διηγημάτων του ένα πορτρέτο της χώρας και των κατοίκων της.
Όσο για «το Άχτι», τον τίτλο που έδωσε στο βιβλίο του, λέει πως, παρόλο που τον θεωρεί «κραυγαλέο», τον επέλεξε επίτηδες, για να δηλώσει με αυτόν τον αυτοσαρκαστικό χαρακτήρα τού βιβλίου, «επειδή πραγματικά εκφράζει μια αποτυχία ενηλικίωσης». Και μάλλον αποτυχία ενηλικίωσης μιας κοινωνίας και όχι μόνο ενός ατόμου.
(Του Κώστα Μαρίνου)
.
Μια φιλόλογος σε δημόσιο λύκειο της Θήβας που βαριέται τη ζωή και τη δουλειά της, μια οικογένεια αρμένιων λαθρομεταναστών με ονόματα σαιξπηρικών ηρώων, μια εβραία που σταματά να ζει την ημέρα που πεθαίνει ο Έλβις, ένας μεσήλικος πόντιος βιοπαλαιστής με λατρεία για τη γυναίκα του παράξενα συγκινητική κυκλοφορούν στις σελίδες της συλλογής διηγημάτων το «Αχτι»
του Νίκου Ξένιου. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του 49χρονου συγγραφέα, μια συλλογή 16 ιστοριών που παρουσιάζουν όψεις της σύγχρονης ζωής και της σύγχρονης αγωνίας.
Εκείνο που εντυπωσιάζει στην πρώτη ανάγνωση είναι η ωριμότητα της γραφής του. Ο λόγος του είναι σφικτός, η γλώσσα του αποκαθαρμένη από το περιττό, οι διάλογοι ζωντανοί, τα σκηνικά του περιγράφονται με ενάργεια, οι κόσμοι και οι χαρακτήρες που κατασκευάζει λειτουργούν δραματουργικά, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ταιριάζει εξίσου καλά με την τριτοπρόσωπη. Ίσως η εξήγηση είναι ότι ο συγγραφέας ασκείται στη γραφή από τα δεκαεννιά του, όπως είπε στο «Βήμα».
Η συλλογή είναι το απόσταγμα 40 διηγημάτων που βρίσκονταν στα συρτάρια του εδώ και χρόνια. Όταν είδε και απόειδε με το «δύστοκο μυθιστόρημα» που τον απασχολεί την τελευταία πενταετία, αποφάσισε, έπειτα και από την παρότρυνση των φίλων του στην Ομάδα Δημιουργικής Γραφής Γομολάστιχα, να εκδώσει μια επιλογή από αυτά. Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις στον συλλογικό τόμο «Ιστός '95», στην «Αρχαιολογία», στην «Οδό Πανός», στον «Φαρφουλά» και σε άλλα περιοδικά. Από το απόθεμά του άντεξαν στην κρησάρα του μόνο τέσσερα διηγήματα. Μικρή συγκομιδή, που συμπληρώθηκε με 12 νέες ιστορίες που καλύπτουν ένα ευρύ υφολογικό φάσμα από το εξπρεσιονιστικό «Κόκκινο αλάρμ στην Ιωλκό» ως το νατουραλιστικών σκηνών «Πολιτική του καταστήματος» και τον αλληγορικό «Θρίαμβο».
Λαμπρινή Κουζέλη
ΤΟ ΒΗΜΑ
Νίκος Ξένιος: «Θέλω να απομυθοποιήσω τα πάντα εκτός από την εκπαίδευση»
Η μελαγχολικά σαρκαστική διάθεση που δίνει τον τόνο στις ιστορίες του απορρέει, όπως λέει στο «Βήμα» ο συγγραφέας, από την επιθυμία «να απομυθοποιήσω όλα τα πράγματα που είχα πολύ ψηλά: την πολιτική ζωή, την κουλτούρα, την τρόπο που οι άνθρωποι διεκδικούν τα δικαιώματά τους, όλα εκτός από την εκπαίδευση».
Φιλόλογος, εργαζόμενος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση 20 χρόνια, ομολογεί ότι είναι δύσκολο βρει κανείς επαινετικά λόγια για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ως θεσμό και τους εκπαιδευτικούς που λουφάρουν, όπως η αδιάφορη φιλόλογος στο διήγημα που δίνει τον τίτλο της συλλογής: «Πρώτη ώρα, Ιλιάδα. Το κείμενο γεμάτο κρέατα και κοψίφια που ψήνονται στο στρατόπεδο των Αχαιών. Η τσίκνα βγαίνει από το κείμενο κι απλώνεται στην τάξη. Στα μπροστινά θρανία χεράκια υπερκινητικά, στα πίσω όμως απόλυτος λήθαργος. Λοβοτομή. Μηδέν αντίδραση. Δυο ζευγάρια ηλίθια μάτια με κοιτούν κι εγώ χτυπώ το νύχι στο θρανίο: "Πού είσαι παιδί μου;"».
Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του όμως, μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τη νέα γενιά, που θεωρεί ότι αδικείται: «Είναι παιδιά σκεπτόμενα και προβληματισμένα, με αμεσότητα και υψηλό βαθμό πρόσληψης». Τους λείπουν όμως τα πνευματικά πρότυπα.
Με αντίστοιχο ενθουσιασμό μάς μίλησε για τα παιδιά μεταναστών, που τη ζωή τους παρουσιάζει με ενάργεια στο διήγημα «Ο πρίγκιπας»: «Όταν το σχολείο λειτουργεί ως αγκαλιά θερμή που τα περιθάλπει, τα παιδιά αυτά δείχνουν ενδιαφέρον, θέλουν να γίνουν Έλληνες, με την έννοια της κουλτούρας», υποστηρίζει. Στον δρόμο τα παιδιά αυτά ζουν μια δεύτερη ζωή. Στα δέκα χρόνια που εργάστηκε στο Διαπολιτισμικό Λύκειο δεν γνώρισε ούτε ένα παιδί που να έχει και τους δύο γονείς και να μεγαλώνει σε πλήρη πυρηνική οικογένεια. Ο ένας από τους δύο έλειπε διότι είχε πεθάνει ή γιατί ήταν στη φυλακή ή γιατί αδιαφορούσε, και το παιδί μεγάλωνε στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου.
Στο διήγημά του «Η κορνίζα», ένας πελάτης καφενείου στην πλατεία Εξαρχείων ξυλοκοπείται μέρα μεσημέρι από κάποιους χωρίς λόγο και αφορμή. Μια καθημερινότητα στην οποία τα σουρεαλιστικά στοιχεία πυκνώνουν και μόνη μας άμυνα μένει το χιούμορ. «Σαρκάζω για να αντέξω αυτά που συμβαίνουν», λέει ο Ξένιος, «χωρίς χιούμορ μπορεί να τρελαθείς».
Λαμπρινή Κουζέλη
ΤΟ ΒΗΜΑ
Η απόκλιση και η διαφορετικότητα -στη θετική και στην αρνητική εκδοχή τους- αποτελούν κεντρικό συστατικό των περισσότερων ιστοριών: το προικισμένο μεταναστόπουλο που κόντρα σε κάθε προκατάληψη και κάθε πρακτική αντιξοότητα πασχίζει να περάσει στην Ιατρική («Ο πρίγκιπας»), ο κρυφός ομοφυλόφιλος που δεν παραδέχεται την ταυτότητά του και ζει μια μυστική ζωή υποκρινόμενος και εξαπατώντας πίσω από τη βιτρίνα του γάμου και της οικογένειας («Επιπλέον»).
Χώροι εγκλεισμού και εξουσίας, στρατόπεδα, φυλακές, αστυνομικά τμήματα και σχολεία αποτελούν σκηνικά που εξυπηρετούν τις μυθοπλαστικές προθέσεις του συγγραφέα, όπως και ο δρόμος, οι λαϊκές και μικροαστικές γειτονιές της Αθήνας, η κλειστή κάμαρα, το διαδίκτυο, τα απόμερα στέκια των παρακμιακών.
Οι χαρακτήρες του, οικείοι αλλά και ξένοι, είναι οι αντιήρωες της καθημερινής ζωής: άνθρωποι βουβοί, απελπισμένοι, ξεριζωμένοι, μετανάστες, βιοπαλαιστές, αδύναμοι, φοβισμένοι, υποκριτές, ηττημένοι, άνθρωποι που «πεθαίνουν παραμελημένοι μες στο μόχθο». Ζουν σε κοινωνίες όπου δεν τους κατανοούν, σε ετοιμόρροπες σχέσεις που έχουν χάσει το νόημά τους, σε ρήξη με τον εαυτό τους. Περιφέρουν στους δρόμους την ανησυχία, τις εμμονές, τις ψευδαισθήσεις, τις κρυφές επιθυμίες, την ενοχή, τη θλίψη ή την ανία τους.
Μόνοι, με μια υπαρξιακή μοναξιά να τους βαραίνει, κινούνται σαν αόρατοι μέσα στην οχλοβοή της μεγαλούπολης, κλείνονται σε μικρά διαμερίσματα στον Κολωνό, στους Αγίους Αναργύρους, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στα Πετράλωνα, στα Χαυτεία. Ο κόσμος γύρω τους είναι σκληρός και ακατανόητος, τα όνειρα εφιαλτικά. Βρίσκουν καταφύγιο από την αδιαφορία, την αναλγησία, την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό της καθημερινότητας στη μνήμη, στη νοσταλγία ή στη φαντασία. Δεν έχουν την παρηγοριά της επιείκειας ή συμπάθειας, δεν προσφέρουν ελπίδα, τα προβλήματά τους δεν έχουν λύση, έρχονται όμως σε ένα αξιόλογο αφηγηματικό πακέτο που δίνει υποσχέσεις ενδιαφέρουσας συνέχειας.
Λαμπρινή Κουζέλη
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεκαέξι διηγήματα διασταύρωσης των δύο φωνών που μας ανήκουν, αυτής που έχουμε για να μιλάμε και της φωνής που μιλάει μέσα μας και μας οδηγεί είτε στην καταστροφή είτε στη σωτηρία. Ο Νίκος Ξένιος με τα 16 μικρά διηγήματά του περιπλανιέται (και μας παρασέρνει) σε τοπία δύσκολα και σκληρά, αστικά τοπία, όπου κυριαρχούν ο φόβος για το χειρότερο και η αγωνία για το καλύτερο. Ενα παιδί μεταναστών που κάνει τα αδύνατα δυνατά για να περάσει στην Ιατρική, μια γυναίκα της οποίας ο υπαρξιακός θάνατος συνέπεσε με τον θάνατο του Ελβις Πρίσλεϊ, ένας κρυφός ομοφυλόφιλος, ένας περαστικός από την Πλατεία Εξαρχείων που ξυλοκοπείται αδίκως και μια φιλόλογος που δεν αντέχει τη δουλειά της, είναι μερικοί από τους (αντι)ήρωες του πρώτου βιβλίου του.
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Τρίτη 2 Αυγούστου
ΒιβλίοΓραφει ο/η ΛΕΝΑ ΒΛΑΣΤΑΡΑ στις 15 Ιουλ, 2011 στο NOTEBOOK | 0 σχολια
✒ Οι πρωταγωνιστές των 16 ιστοριών του Νίκου Ξένιου που δημοσιεύτηκαν στη συλλογή διηγημάτων «Το άχτι» (εκδ. Φαρφουλάς) είναι όλοι ήρωες τραγικοί και πληγωμένοι, οι οποίοι προσπαθούν, άλλοι μέσα από το ρομαντισμό, άλλοι μέσα από τη σκληρότητα και την αδιαφορία, να γιατρέψουν τις παλιές και νέες πληγές τους. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται είτε για ανθρώπους που θέλουν να βγάλουν το άχτι τους είτε για ανθρώπους πάνω στους οποίους η ελληνική κοινωνία βγάζει το δικό της άχτι. Ιστορίες καθημερινές, που συμβαίνουν γύρω μας, ίσως και στους δικούς μας γνωστούς και στις δικές μας γνώριμες φάτσες, παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τις αφηγήσεις του Νίκου Ξένιου. Νιώθουμε να μας πνίγει το άδικο για τον Αμλετ που δίνει εξετάσεις στη φυλακή, για το γιο του Σωτήρη που δεν έχει όνομα και μιλάει με ποίηση για τη ζωή του, για τον Μέμο Μεϊμαρίδη που δεν παραπονιέται ποτέ και για τη νέα πολιτική του γειτονικού σούπερ μάρκετ που αποφάσισε να ρίχνει τις σκόνες πλυντηρίου πάνω στα πεταμένα κρέατα, έτσι ώστε να μην μπορεί να επωφεληθεί κανείς από αυτά. Ολα τα παραπάνω συνοδεύονται από τη σωστή δόση χιούμορ. Και αν κάποιες στιγμές ο ειρμός χάνεται, αυτό δεν είναι αρκετό για να αφήσει ο αναγνώστης τις ιστορίες στη μέση. Απλώς αναρωτιέται αν αυτό γίνεται συνειδητά ή όχι.
metropolis
Δημοσίευση σχολίου