12/7/09

Epidaurus Carnivorus

Οι καλλιτεχνικές δημιουργίες «της αρπαχτής» είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Γιατί γίνονται χωρίς γνώση και χωρίς αγάπη. Αυτές δεν αφορούν αυτό το σημείωμα, γιατί δεν είναι ούτε «καλλιτεχνικές» ούτε νομίζω «δημιουργίες».

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους δημιουργούς που έχουν αγαθές προθέσεις. Το έργο τους υπόκειται σε κριτική από πολλούς, ειδήμονες και μη, συνάδελφους καλλιτέχνες και απλούς θεατές. Και, σε γενικές γραμμές, ένα καλλιτεχνικό έργο κατατάσσεται από τους κρίνοντες σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
(α) Το έργο ήταν «καλό». Δηλαδή, ικανοποίησε τα καλλιτεχνικά μας ένστικτα, μας αφύπνισε με τα αγωνιώδη του ερωτήματα – ή απλά, θεογκόμενος ο πρωταγωνιστής και πώς να μην τον χειροκροτήσεις; Σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο έργο μπορεί κάποτε να το διηγείσαι και στα εγγόνια σου.
(β) Το έργο ήταν «κακό». Δηλαδή, δεν καταλάβαμε τί έλεγε το κείμενο, ή ο καλλιτέχνης λατρεύει τόσο το μοντερνισμό που του άλλαξε τα φώτα ή οι συμμετέχοντες απλώς δεν κάνουν κλικ. Ένα τέτοιο έργο μάλλον σίγουρα θα το διηγείσαι κάποτε στα εγγόνια σου.
(γ) Το έργο ήταν «αδιάφορο». Νομίζω πως αυτή είναι η χειρότερη δυνατή κριτική για μια καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί σηματοδοτεί τη σίγουρη πορεία προς τη λήθη.
Τί μπορεί να συνέβη; Ενδεχομένως είτε οι καλλιτέχνες δεν έσκυψαν πάνω στο έργο με σοφία είτε κοπίασαν περπατώντας λάθος δρόμους. Η, ενδεχομένως, αγνόησαν τη σύσταση του εν δυνάμει κοινού τους ή τη δυναμική του χώρου παρουσίασης.

Στις 10 Ιούλη παρακολούθησα στην Επίδαυρο τη «Φαίδρα» του Ρακίνα από το Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας. Τα προσωπικά μου αισθητικά κριτήρια κατατάσσουν την παράσταση στην κατηγορία «αδιάφορη». Εξηγούμαι και απολογούμαι:
* το κείμενο δεν το γνώριζα, ίσως ο αφελής περίμενα κάτι σαν Ευριπίδη (sic) αλλά μου προέκυψε κάτι σαν μπαρόκ όπερα χωρίς μουσική
* πήγα με μεγάλες προσδοκίες, ίσως λόγω του ονόματος του Θέατρου, ίσως λόγω της Οσκαρικής παρουσίας της Miren – που σημαίνει ότι πήγα σχεδόν έτοιμος να δικάσω
* δεν διέκρινα πουθενά σκηνοθετικές παρεμβάσεις, αλλά αμήχανα περιφερόμενους ηθοποιούς και συναισθήματα που δεν υπήρχαν ή που χάνονταν στο βερμπαλισμό
* οι ηθοποιοί των δεύτερων ρόλων ήταν επαρκείς (Αρίκια, Ισμήνη) έως εξαιρετικοί (Οινώνη – στα 78 της! - και Θηραμένης)
* ο Mamma Mia! Ιππόλυτος, ευχάριστη έκπληξη αφού τουλάχιστον δεν υστερούσε έναντι των συμπαρωταγωνιστών του
* ο σωματώδης Θησέας εντελώς ρηχός συναισθηματικά – αλλά, θηριώδης στην άριστή του άρθρωση και στην καθαρή και δυνατή του φωνή, κατάλληλη για το βάθος του θεάτρου
* η Οσκαρική Φαίδρα μάλλον έπαιξε με την Βρεττανική και όχι τη Ρώσσικη καταγωγή της, χειροκροτήθηκε φοβάμαι για την ερμηνεία της στη «Βασίλισσα»
* στα θετικά κατ’ εμέ, ο μινιμαλισμός σκηνικού, ενδυμάτων, ήχων και φωτισμού, καθώς σε αντίθετη περίπτωση νοιώθω ότι η παράσταση θα διολίσθαινε στο γελοίο.

Όχι, δεν ήταν μια κακή παράσταση. Οι προθέσεις ήταν ειλικρινείς. Αλλά, η κακή επιλογή έργου και η (εμφανέστατη) απουσία μελέτης των απαιτήσεων του Αργολικού θεάτρου στέρησαν την όποια δυναμική.

Αδιάφορη λοιπόν.

Υπογράφω ως απλός θεατής.

(Κριτικές της παράστασης:
http://flamencologio.blogspot.com/2009/07/f-e-d-r.html
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4526335&ct=4
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_14/07/2009_322061
http://greek-theatre.blogspot.com/2009/07/blog-post.html
και, όπως έχω υποσχεθεί, και η κριτική Γεωργουσόπουλου:
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4527477&ct=4)

8/7/09

Ο Ανώτατος Άρχων

«Είναι γνωστό πως μες στον τόπο μας τα τελευταία τούτα χρόνια, ζούμε μια νέα δικτατορία που ακμάζει κι εκμεταλλεύεται τις συμπλεγματικές δημοκρατίες του καιρού μας: Την λεγομένη, της Τετάρτης Εξουσίας. Την περιλάλητη δικτατορία του Τύπου.

Και ο δημοσιογράφος, ο ανώτατος άρχων.
Ανδροπρεπής σαν την κολώνια «Μπρουτ», καθορίζει τιμές, αξίες και εισόδους στο χώρο της αθανασίας, με αυθαίρετες προδιαγραφές που τις χαράζουν ιεροφάντες της μετριότητας και της ανυπαρξίας. Και να περίπου ένας ιερός κανονισμός που καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται η Δημοσιογραφία και η απαράβατη δεοντολογία της.

Ο Δημοσιογράφος είναι και Ποιητής.
Ο Ποιητής αμφισβητείται αν τύχει να μην είναι και Δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι και Θεατρικός συγγραφέας.
Ο Θεατρικός συγγραφέας δεν είναι αποδεκτός αν τύχει και δεν είναι Δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι, μπορεί να είναι και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Ο Σκηνοθέτης χλευάζεται, αν δεν είναι και δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι και τεχνοκρίτης και μουσικοκριτικός – κατά κανόνα.
Τεχνοκρίτης και μουσικοκριτικός δεν υπάρχει χωρίς να είναι δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος μπορεί να είναι και πολιτικός σχολιαστής.
Πολιτικός σχολιαστής δεν γίνεται χωρίς ταυτότητα δημοσιογράφου.
Ο Δημοσιογράφος είναι και εκφωνητής και τηλεοπτικός παρουσιαστής, για κάθε θέμα. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό.
Τηλεοπτικός παρουσιαστής, εκφωνητής κι εν γένει τηλεοπτικός παράγων δεν γίνεται χωρίς νάναι δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι ιερός.
Τα ιερά, δεν είναι ιερά αν δεν υπηρετούν δημοσιογράφους και δημοσιογραφικά.

Και τέλος:
Ηθικόν, ό,τι έχει ελευθέρας και δημοσιογραφικόν.
Αληθές, ό,τι μας φανερώνουν των εφημερίδων οι γραφές και Εθνικόν, ό,τι αληθές για τις εφημερίδες και ηθικόν.

Θα πείτε, δεν υπάρχουν άξιοι και συμπαθείς δημοσιογράφοι; Και άξιοι υπάρχουν και αξιόλογοι και συμπαθείς και τίμιοι. Κι είναι και οι περισσότεροι. Όμως δεν καθορίζουν την ταυτότητα της τάξης τους. Είτε γιατί δεν δίνουν σημασία, είτε γιατί περιφρονούν τη λειτουργία των ολίγων, χωρίς να λογαριάζουν το κακό που ολοένα μεγαλώνει απ’ τους παρείσακτους αυτούς ολίγους. Ή πες ακόμη, συνήθισαν το κακό και δεν το λογαριάζουνε σημαντικό για ν’ αμυνθούν και για να ξεχωρίσουν τις ευθύνες τους. Κι ίσως ακόμη να φοβούνται οι πολλοί, τη δύναμη που έχουν οι ολίγοι σαν πράττουν επισήμως το κακό.

Όπως και νάναι, ψέγουμε τους λίγους κι όχι τους πολλούς. Κι ας σταματήσει η υστερική ευαισθησία, μέσα στην οποία προστατεύονται με άνεση οι λίγοι και οι κακοί. Καμιά ομάδα, καμιά τάξη, κανένα επάγγελμα δεν είναι ιερό. Όλα περιέχουν μέσα τους και το καλό και το κακό. Κι αυτό είναι άλλωστε το φυσικό».

Μάνος Χατζιδάκις, «Τα σχόλια του Τρίτου» (εκδ. Εξάντας)

6/7/09

Music's Empire

First was the world as one great cymbal made,
Where jarring winds to infant Nature played.
All music was a solitary sound,
To hollow rocks and murm'ring fountains bound.

Jubal first made the wilder notes agree;
And Jubal tuned music's Jubilee;
He call'd the echoes from their sullen cell,
And built the organ's city where they dwell.

Each sought a consort in that lovely place,
And virgin trebles wed the manly bass.
From whence the progeny of numbers new
Into harmonious colonies withdrew.

Some to the lute, some to the viol went,
And others chose the cornet eloquent,
These practicing the wind, and those the wire,
To sing men's triumphs, or in Heaven's choir.

Then music, the mosaic of the air,
Did of all these a solemn noise prepare;
With which she gain'd the empire of the ear,
Including all between the earth and sphere.

Victorious sounds! yet here your homage do
Unto a gentler conqueror than you;
Who though he flies the music of his praise,
Would with you Heaven's Hallelujahs raise.

Andrew Marvell (1621-1678)

2/7/09

Οι υπέροχοι κομπάρσοι της ακραίας μας εφηβείας

Γιατί περνάμε καλά με τους παλιούς μου συμμαθητές; Ενώ συναντιόμαστε μια φορά στο τόσο; Και γιατί γελάμε αβίαστα, ειλικρινά και διαρκώς; Τι κρύβεται στο βάθος του μυαλού μας, ή στο βάθος της ψυχής μας, που βρίσκει χρόνο και χώρο να εκφραστεί;

Ίσως είναι «εκείνα τα χρόνια». Για όσους ήμασταν τυχεροί, η ηλικία του γέλιου, της ξεγνοιασιάς και του παιχνιδιού. Που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να μας καθορίζουν. Χρόνια που κοιτάμε με νοσταλγία, με αγάπη και στα οποία ακόμα και οι έριδες και οι ζήλιες είχαν άλλο περιεχόμενο. Χρόνια που μοιραστήκαμε με τους συμμαθητές μας και που – κάπου βαθιά – τους είμαστε ευγνώμονες για αυτά. Στους συμμαθητές μας, τους υπέροχους κομπάρσους της πάντα ακραίας εφηβείας μας.

Ίσως είναι το σήμερα. Η ανάγκη να ανοιχθούμε σε ανθρώπους που θα μας ακούσουν χωρίς υστεροβουλία και με ειλικρίνεια. Που δεν έχουν κάτι να κερδίσουν ή να χάσουν, και που ίσως θα ξεχάσουν και όσα πούμε μέχρι την επόμενη φορά. Σε ανθρώπους που μεγάλωσαν στην ίδια κοινωνία, στις ίδιες εποχές, με κοινές παραστάσεις, και ίσως κάποτε και με κοινά όνειρα. Με ανθρώπους που είναι πια γονείς, ή τείνουν να γίνουν – που δεν μας κρύβουν την ηλικία τους, τις ρυτίδες τους και τα παθήματά τους.

Ίσως είναι το αύριο. Με ποιόν να ταυτιστείς μπροστά στο άγνωστο που περιμένει; Οι φόβοι μας είναι οι φόβοι της γενιάς μας, δε νοιώθω πως είμαι κάτι ξεχωριστό ή διαφορετικό, τη λατρεύω τη γενιά μου με τα καλά της και τα στραβά της και μαζί της πάντα θα νοιώθω και θα δημιουργώ. Οι συμμαθητές μου είναι πάντα κάπου τριγύρω και αυτό στηρίζει εμένα τον ίδιο, στη νοητή ευθεία γραμμή της ζωής μου. Αν χάσω κάποιον από αυτούς; Θα είναι περίπου σαν απώλεια δικού μου κομματιού, δικής μου ύπαρξης. Θα είναι μια ακόμα πληγή στην παιδική μου αφέλεια.

Γιατί περνάμε καλά με τους παλιούς μας συμμαθητές; Ίσως γιατί ξαναβρίσκουμε τους χαμένους μας θησαυρούς, που τόσο βαθιά κρύψαμε και τελικά τους λησμονήσαμε.